- ἐμφατικωτέρα
- ἐμφατικωτέρᾱ , ἐμφατικόςforciblefem nom/voc/acc comp dualἐμφατικωτέρᾱ , ἐμφατικόςforciblefem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμφατικώτερα — ἐμφατικός forcible neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικωτέρας — ἐμφατικωτέρᾱς , ἐμφατικός forcible fem acc comp pl ἐμφατικωτέρᾱς , ἐμφατικός forcible fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφατικωτέραν — ἐμφατικωτέρᾱν , ἐμφατικός forcible fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)